- λεπτομερής
- -ές (AM λεπτομερής, -ές)αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων»)μσν.-αρχ.αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόριααρχ.(για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος, διακριτικός, συνεσταλμένος.επίρρ...λεπτομερώς (AM λεπτομερῶς)με κάθε λεπτομέρεια, καταλεπτώς (α. «μού τά είπε όλα λεπτομερώς» β. «πᾱσαν τὴν ὀπτασίαν λεπτομερῶς ἐξηγήσατο», Μηναί.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. αδρο-μερής, ισο-μερής].
Dictionary of Greek. 2013.