λεπτομερής

λεπτομερής
-ές (AM λεπτομερής, -ές)
αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων»)
μσν.-αρχ.
αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια
αρχ.
(για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος, διακριτικός, συνεσταλμένος.
επίρρ...
λεπτομερώς (AM λεπτομερῶς)
με κάθε λεπτομέρεια, καταλεπτώς (α. «μού τά είπε όλα λεπτομερώς» β. «πᾱσαν τὴν ὀπτασίαν λεπτομερῶς ἐξηγήσατο», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. αδρο-μερής, ισο-μερής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτομερής — composed of small particles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτομερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που λέγεται ή γίνεται με κάθε λεπτομέρεια: Έγινε λεπτομερής έρευνα στον τόπο του εγκλήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτομερῆ — λεπτομερής composed of small particles neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λεπτομερής composed of small particles masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεπτομερής composed of small particles masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτομερέστερον — λεπτομερής composed of small particles adverbial comp λεπτομερής composed of small particles masc acc comp sg λεπτομερής composed of small particles neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτομερεστάτων — λεπτομερής composed of small particles fem gen superl pl λεπτομερής composed of small particles masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτομερεστέρων — λεπτομερής composed of small particles fem gen comp pl λεπτομερής composed of small particles masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτομερεστέρως — λεπτομερής composed of small particles masc acc comp pl (doric) λεπτομερής composed of small particles comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτομερεῖ — λεπτομερής composed of small particles masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λεπτομερής composed of small particles masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτομερεῖς — λεπτομερής composed of small particles masc/fem acc pl λεπτομερής composed of small particles masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτομερές — λεπτομερής composed of small particles masc/fem voc sg λεπτομερής composed of small particles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”